Translation meaning & definition of the word "forty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "άνετο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Forty
[Σαράντα]/fɔrti/
noun
1. The cardinal number that is the product of ten and four
- synonym:
- forty ,
- 40 ,
- XL
1. Ο καρδινάλιος αριθμός που είναι το προϊόν δέκα και τεσσάρων
- συνώνυμο:
- σαράντα ,
- 40 ,
- ΧΛ
adjective
1. Being ten more than thirty
- synonym:
- forty ,
- 40 ,
- xl ,
- twoscore
1. Δέκα περισσότερα από τριάντα
- συνώνυμο:
- σαράντα ,
- 40 ,
- ξλ ,
- τουβλαστήσ
Examples of using
Today he turned forty.
Σήμερα έγινε σαράντα.
Mr. Smith established this school forty years ago.
Ο Σμιθ ίδρυσε αυτό το σχολείο πριν από σαράντα χρόνια.
Mr. Smith founded this school forty years ago.
Ο κ. Σμιθ ίδρυσε αυτό το σχολείο πριν από σαράντα χρόνια.