Translation meaning & definition of the word "fortunate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυχερός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fortunate
[Τυχερός]/fɔrʧənət/
adjective
1. Having unexpected good fortune
- "Other, less fortunate, children died"
- "A fortunate choice"
- synonym:
- fortunate
1. Έχοντας απροσδόκητη καλή τύχη
- "Άλλα, λιγότερο τυχερά, παιδιά πέθαναν"
- "Τυχερή επιλογή"
- συνώνυμο:
- τυχερός
2. Supremely favored
- "Golden lads and girls all must / like chimney sweepers come to dust"
- synonym:
- fortunate ,
- golden
2. Ευνοείται υπέρτατα
- "Χρυσά παιδιά και κορίτσια όλα πρέπει /όπως τα σκουπίδια καμινάδας έρχονται στη σκόνη"
- συνώνυμο:
- τυχερός ,
- χρυσός
3. Presaging good fortune
- "She made a fortunate decision to go to medical school"
- "Rosy predictions"
- synonym:
- fortunate ,
- rosy
3. Προετοιμασία καλής τύχης
- "Πήρε μια τυχερή απόφαση να πάει στην ιατρική σχολή"
- "Προβλέψεις της σάντα"
- συνώνυμο:
- τυχερός ,
- ρόδινος
Examples of using
As is said in the Internet, dad, only someone not fortunate enough to have seen My Little Pony, doesn't like it!
Όπως λέγεται στο Διαδίκτυο, ο μπαμπάς, μόνο κάποιος που δεν είναι αρκετά τυχερός που έχει δει το Μικρό μου Πόνυ, δεν του αρέσει!
We're very fortunate.
Είμαστε πολύ τυχεροί.
I feel fortunate to have known you.
Νιώθω τυχερός που σε γνώρισα.