Translation meaning & definition of the word "fortnight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "νύχτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fortnight
[Δεκαπενθήμερο]/fɔrtnaɪt/
noun
1. A period of fourteen consecutive days
- "Most major tennis tournaments last a fortnight"
- synonym:
- fortnight ,
- two weeks
1. Περίοδος δεκατεσσάρων συνεχόμενων ημερών
- "Τα περισσότερα μεγάλα τουρνουά τένις διαρκούν ένα δεκαπενθήμερο"
- συνώνυμο:
- δεκαπενθήμερο ,
- δύο εβδομάδες