Translation meaning & definition of the word "fortitude" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευγενικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fortitude
[Οχυρότητα]/fɔrtɪtud/
noun
1. Strength of mind that enables one to endure adversity with courage
- synonym:
- fortitude
1. Δύναμη του νου που επιτρέπει σε κάποιον να υπομείνει τις αντιξοότητες με θάρρος
- συνώνυμο:
- ευφράδεια