Translation meaning & definition of the word "fortieth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εικοστό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fortieth
[Τεσσαρακοστόσ]/fɔrtiɪθ/
noun
1. Position 40 in a countable series of things
- synonym:
- fortieth
1. Θέση 40 σε μια μετρήσιμη σειρά των πραγμάτων
- συνώνυμο:
- τεσσαρακοστόσ
adjective
1. The ordinal number of forty in counting order
- synonym:
- fortieth ,
- 40th
1. Ο τελικός αριθμός των σαράντα σε σειρά μέτρησης
- συνώνυμο:
- τεσσαρακοστόσ ,
- 40η