Translation meaning & definition of the word "forsake" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόρριψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Forsake
[Μαρασμόσ]/fɔrsek/
verb
1. Leave someone who needs or counts on you
- Leave in the lurch
- "The mother deserted her children"
- synonym:
- abandon ,
- forsake ,
- desolate ,
- desert
1. Αφήστε κάποιον που χρειάζεται ή υπολογίζει σε εσάς
- Αφήστε το στην εκκλησία
- "Η μητέρα εγκατέλειψε τα παιδιά της"
- συνώνυμο:
- εγκαταλείπω ,
- απολέπιση ,
- έρημος
Examples of using
Don't forsake me!
Μη με εγκαταλείψεις!
We made a bargain that we wouldn't forsake each other.
Κάναμε μια συμφωνία που δεν θα εγκαταλείπαμε ο ένας τον άλλον.