Translation meaning & definition of the word "formidable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαμορφώσιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Formidable
[Τρομερός]/fɔrmədəbəl/
adjective
1. Extremely impressive in strength or excellence
- "A formidable opponent"
- "The challenge was formidable"
- "Had a formidable array of compositions to his credit"
- "The formidable army of brains at the prime minister's disposal"
- synonym:
- formidable
1. Εξαιρετικά εντυπωσιακό στη δύναμη ή την αριστεία
- "Ένας τρομερός αντίπαλος"
- "Η πρόκληση ήταν τρομερή"
- "Έχει μια τρομερή σειρά από συνθέσεις στην πίστωσή του"
- "Ο τρομερός στρατός των εγκεφάλων στη διάθεση του πρωθυπουργού"
- συνώνυμο:
- τρομερός
2. Inspiring fear
- "The formidable prospect of major surgery"
- "A tougher and more redoubtable adversary than the heel-clicking, jackbooted fanatic"- g.h.johnston
- "Something unnerving and prisonlike about high grey wall"
- synonym:
- formidable ,
- redoubtable ,
- unnerving
2. Εμπνευσμένος φόβος
- "Η τρομερή προοπτική της μεγάλης χειρουργικής επέμβασης"
- "Ένας πιο σκληρός και πιο αναμφισβήτητος αντίπαλος από το κλικ της φτέρνας, φανατικός τζάκποτ"- γ.χ. τζόνστον
- "Κάτι ανησυχητικό και φυλακτικό για τον υψηλό γκρίζο τοίχο"
- συνώνυμο:
- τρομερός ,
- επαναλαμβανόμενοσ ,
- ανησυχητικό