Translation meaning & definition of the word "forlorn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφαιρεμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Forlorn
[Παραχωρώ]/fərlɔrn/
adjective
1. Marked by or showing hopelessness
- "The last forlorn attempt"
- "A forlorn cause"
- synonym:
- forlorn
1. Σημαδεμένο από ή επιδεικνύει απελπισία
- "Η τελευταία προσπάθεια του φανατικού"
- "Αιτία του φορναλιού"
- συνώνυμο:
- παραχωρώ