Translation meaning & definition of the word "fork" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψαρονέφρι" στην ελληνική γλώσσα
Fork
[Πιρούνι]noun
1. Cutlery used for serving and eating food
- synonym:
- fork
1. Μαχαιροπίρουνα που χρησιμοποιούνται για το σερβίρισμα και την κατανάλωση τροφίμων
- συνώνυμο:
- πιρούνι
2. The act of branching out or dividing into branches
- synonym:
- branching ,
- ramification ,
- fork ,
- forking
2. Η πράξη της διακλάδωσης ή της διαίρεσης σε κλαδιά
- συνώνυμο:
- διακλάδωση ,
- πιρούνι ,
- περιποίηση
3. The region of the angle formed by the junction of two branches
- "They took the south fork"
- "He climbed into the crotch of a tree"
- synonym:
- fork ,
- crotch
3. Η περιοχή της γωνίας που σχηματίζεται από τη διασταύρωση δύο κλάδων
- "Πήραν το νότιο πιρούνι"
- "Ανέβηκε στον καβάλο ενός δέντρου"
- συνώνυμο:
- πιρούνι ,
- καβάλα
4. An agricultural tool used for lifting or digging
- Has a handle and metal prongs
- synonym:
- fork
4. Ένα γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ανύψωση ή το σκάψιμο
- Έχει λαβή και μεταλλικά προνόμια
- συνώνυμο:
- πιρούνι
5. The angle formed by the inner sides of the legs where they join the human trunk
- synonym:
- crotch ,
- fork
5. Η γωνία που σχηματίζεται από τις εσωτερικές πλευρές των ποδιών όπου ενώνουν τον ανθρώπινο κορμό
- συνώνυμο:
- καβάλα ,
- πιρούνι
verb
1. Lift with a pitchfork
- "Pitchfork hay"
- synonym:
- pitchfork ,
- fork
1. Ανελκυστήρας με πελαργός
- "Σανό από πελαργός"
- συνώνυμο:
- πελαργός ,
- πιρούνι
2. Place under attack with one's own pieces, of two enemy pieces
- synonym:
- fork
2. Τοποθετήστε υπό επίθεση με τα δικά του κομμάτια, από δύο κομμάτια του εχθρού
- συνώνυμο:
- πιρούνι
3. Divide into two or more branches so as to form a fork
- "The road forks"
- synonym:
- branch ,
- ramify ,
- fork ,
- furcate ,
- separate
3. Χωρίστε σε δύο ή περισσότερα κλαδιά έτσι ώστε να σχηματιστεί ένα πιρούνι
- "Τα πιρούνια του δρόμου"
- συνώνυμο:
- υποκατάστημα ,
- διακλαδώ ,
- πιρούνι ,
- φουρκικό ,
- χωριστός
4. Shape like a fork
- "She forked her fingers"
- synonym:
- fork
4. Σχηματίστε σαν πιρούνι
- "Καθάρισε τα δάχτυλά της"
- συνώνυμο:
- πιρούνι