Translation meaning & definition of the word "forgo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φορτίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Forgo
[Φορκό]/fɔrgoʊ/
verb
1. Do without or cease to hold or adhere to
- "We are dispensing with formalities"
- "Relinquish the old ideas"
- synonym:
- waive ,
- relinquish ,
- forgo ,
- forego ,
- foreswear ,
- dispense with
1. Κάντε χωρίς ή παύσετε να κρατάτε ή να τηρείτε
- "Διανέμουμε διατυπώσεις"
- "Αποφύγετε τις παλιές ιδέες"
- συνώνυμο:
- παραιτούμαι ,
- φόρουμ ,
- προειδοποιώ ,
- προεπίκεντρο ,
- απαλλάσσω
2. Be earlier in time
- Go back further
- "Stone tools precede bronze tools"
- synonym:
- predate ,
- precede ,
- forego ,
- forgo ,
- antecede ,
- antedate
2. Να είστε νωρίτερα στο χρόνο
- Επιστρέψτε πιο πίσω
- "Τα εργαλεία προηγούνται των χάλκινων εργαλείων"
- συνώνυμο:
- προηγούμενο ,
- προηγούμαι ,
- προειδοποιώ ,
- φόρουμ ,
- αντεκέντε ,
- προπορευόμενο
3. Lose (s.th.) or lose the right to (s.th.) by some error, offense, or crime
- "You've forfeited your right to name your successor"
- "Forfeited property"
- synonym:
- forfeit ,
- give up ,
- throw overboard ,
- waive ,
- forgo ,
- forego
3. Χάστε (.θ.) ή χάστε το δικαίωμα σε (.θ.) από κάποιο λάθος, αδίκημα ή έγκλημα
- "Έχετε χάσει το δικαίωμά σας να ονομάσετε τον διάδοχό σας"
- "Καταπιεσμένη ιδιοκτησία"
- συνώνυμο:
- χάνω ,
- εγκαταλείπω ,
- πετώ πάνω στο πλοίο ,
- παραιτούμαι ,
- φόρουμ ,
- προειδοποιώ