Translation meaning & definition of the word "forgiving" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "παραχώρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Forgiving
[Ζωηρόσ]/fərgɪvɪŋ/
adjective
1. Inclined or able to forgive and show mercy
- "A kindly forgiving nature"
- "A forgiving embrace to the naughty child"
- synonym:
- forgiving
1. Τείνει ή είναι σε θέση να συγχωρήσει και να δείξει έλεος
- "Μια ευγενικά συγχωρητήρια φύση"
- "Μια συγχωρητική αγκαλιά στο άτακτο παιδί"
- συνώνυμο:
- συγχώρεση
2. Providing absolution
- synonym:
- absolvitory ,
- exonerative ,
- forgiving
2. Παροχή απουσίασ
- συνώνυμο:
- απολυταρχικόσ ,
- απαλλακτικόσ ,
- συγχώρεση