Translation meaning & definition of the word "forgetful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γενναιόδωρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Forgetful
[Ξεχαστόσ]/fɔrgɛtfəl/
adjective
1. (of memory) deficient in retentiveness or range
- "A short memory"
- synonym:
- unretentive ,
- forgetful ,
- short
1. ( της μνήμης) ανεπαρκής σε επαναληπτικότητα ή εύρος
- "Μια σύντομη μνήμη"
- συνώνυμο:
- ανεπιτήδευτοσ ,
- ξεχασιάρησ ,
- σύντομος
2. Not mindful or attentive
- "While thus unmindful of his steps he stumbled"- g.b.shaw
- synonym:
- unmindful ,
- forgetful ,
- mindless
2. Δεν είναι προσεκτικός ή προσεκτικός
- "Ενώ έτσι δεν έχει επίγνωση των βημάτων του, σκόνταψε"- γ.μπ.σό
- συνώνυμο:
- ανόητοσ ,
- ξεχασιάρησ
3. Failing to keep in mind
- "Forgetful of her responsibilities"
- "Oblivious old age"
- synonym:
- forgetful ,
- oblivious
3. Αποτυχία να θυμάστε
- "Σταματήστε τις ευθύνες της"
- "Ανεπιθύμητη γήρανση"
- συνώνυμο:
- ξεχασιάρησ ,
- αγνοητικόσ
Examples of using
I'm becoming forgetful.
Γίνομαι ξεχασιάρης.
I'm forgetful.
Ξεχνάω.
Tom is forgetful.
Ο Τομ είναι ξεχασιάρης.