Translation meaning & definition of the word "forged" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφυρηλατημένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Forged
[Σφυρηλατημένο]/fɔrʤd/
adjective
1. Reproduced fraudulently
- "Like a bad penny..."
- "A forged twenty dollar bill"
- synonym:
- bad ,
- forged
1. Αναπαράγεται δολίως
- "Σαν μια κακή δεκάρα..."
- "Ένας πλαστός λογαριασμός είκοσι δολαρίων"
- συνώνυμο:
- κακός ,
- σφυρήλατο
Examples of using
Only through fire is a strong sword forged.
Μόνο μέσω της φωτιάς είναι ένα ισχυρό σπαθί σφυρηλατημένο.