Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "forge" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "σφυρηλάτηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Forge

[Forge]
/fɔrʤ/

noun

1. Furnace consisting of a special hearth where metal is heated before shaping

    synonym:
  • forge

1. Κλίβανος που αποτελείται από μια ειδική εστία όπου το μέταλλο θερμαίνεται πριν από τη διαμόρφωση

    συνώνυμο:
  • σφυρηλατώ

2. A workplace where metal is worked by heating and hammering

    synonym:
  • forge
  • ,
  • smithy

2. Ένας χώρος εργασίας όπου το μέταλλο δουλεύεται με θέρμανση και σφυρηλάτηση

    συνώνυμο:
  • σφυρηλατώ
  • ,
  • σιδηρουργείο

verb

1. Create by hammering

  • "Hammer the silver into a bowl"
  • "Forge a pair of tongues"
    synonym:
  • forge
  • ,
  • hammer

1. Δημιουργήστε με σφυρηλάτηση

  • "Σφυρηλατήστε το ασήμι σε ένα μπολ"
  • "Σφυρηλατήστε ένα ζευγάρι γλώσσες"
    συνώνυμο:
  • σφυρηλατώ
  • ,
  • σφυρί

2. Make a copy of with the intent to deceive

  • "He faked the signature"
  • "They counterfeited dollar bills"
  • "She forged a green card"
    synonym:
  • forge
  • ,
  • fake
  • ,
  • counterfeit

2. Δημιουργήστε ένα αντίγραφο με σκοπό να εξαπατήσετε

  • "Προσποιήθηκε την υπογραφή"
  • "Πλαστογραφούσαν χαρτονομίσματα δολαρίων"
  • "Πλαστογράφησε μια πράσινη κάρτα"
    συνώνυμο:
  • σφυρηλατώ
  • ,
  • ψεύτικο
  • ,
  • πλαστογραφώ

3. Come up with (an idea, plan, explanation, theory, or principle) after a mental effort

  • "Excogitate a way to measure the speed of light"
    synonym:
  • invent
  • ,
  • contrive
  • ,
  • devise
  • ,
  • excogitate
  • ,
  • formulate
  • ,
  • forge

3. Βρείτε (μια ιδέα, σχέδιο, εξήγηση, θεωρία ή αρχή) μετά από μια νοητική προσπάθεια

  • "Διέγερση τρόπου μέτρησης της ταχύτητας του φωτός"
    συνώνυμο:
  • εφευρίσκω
  • ,
  • επινοώ
  • ,
  • εξιτάρω
  • ,
  • διατυπώνω
  • ,
  • σφυρηλατώ

4. Move ahead steadily

  • "He forged ahead"
    synonym:
  • forge

4. Προχωρήστε σταθερά

  • "Προχώρησε"
    συνώνυμο:
  • σφυρηλατώ

5. Move or act with a sudden increase in speed or energy

    synonym:
  • forge
  • ,
  • spurt
  • ,
  • spirt

5. Κινηθείτε ή ενεργήστε με μια ξαφνική αύξηση της ταχύτητας ή της ενέργειας

    συνώνυμο:
  • σφυρηλατώ
  • ,
  • εκτοξεύω
  • ,
  • πνεύμα

6. Make something, usually for a specific function

  • "She molded the rice balls carefully"
  • "Form cylinders from the dough"
  • "Shape a figure"
  • "Work the metal into a sword"
    synonym:
  • shape
  • ,
  • form
  • ,
  • work
  • ,
  • mold
  • ,
  • mould
  • ,
  • forge

6. Φτιάξε κάτι, συνήθως για μια συγκεκριμένη λειτουργία

  • "Φορμάρισε προσεκτικά τις μπάλες του ρυζιού"
  • "Φόρμα κυλίνδρων από τη ζύμη"
  • "Σχηματίστε μια φιγούρα"
  • "Δούλεψε το μέταλλο σε σπαθί"
    συνώνυμο:
  • σχήμα
  • ,
  • μορφή
  • ,
  • εργασία
  • ,
  • καλούπι
  • ,
  • σφυρηλατώ

7. Make out of components (often in an improvising manner)

  • "She fashioned a tent out of a sheet and a few sticks"
    synonym:
  • fashion
  • ,
  • forge

7. Κατασκευάστε από εξαρτήματα (συχνά με αυτοσχεδιαστικό τρόπο)

  • "Έφτιαξε μια σκηνή από ένα σεντόνι και μερικά ξυλάκια"
    συνώνυμο:
  • μόδα
  • ,
  • σφυρηλατώ