Translation meaning & definition of the word "forensic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγκληματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Forensic
[Ιατροδικαστικόσ]/fərɛnsɪk/
adjective
1. Of, relating to, or used in public debate or argument
- synonym:
- forensic
1. Από, σχετικά με ή χρησιμοποιούνται σε δημόσια συζήτηση ή επιχείρημα
- συνώνυμο:
- ιατροδικαστική
2. Used or applied in the investigation and establishment of facts or evidence in a court of law
- "Forensic photograph"
- "Forensic ballistics"
- synonym:
- forensic
2. Χρησιμοποιείται ή εφαρμόζεται στην έρευνα και την κατάρτιση πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων σε δικαστήριο
- "Ιατροδικαστική φωτογραφία"
- "Εθνική βαλλιστική"
- συνώνυμο:
- ιατροδικαστική