Translation meaning & definition of the word "foreman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Foreman
[Πρόγονοσ]/fɔrmən/
noun
1. A person who exercises control over workers
- "If you want to leave early you have to ask the foreman"
- synonym:
- foreman ,
- chief ,
- gaffer ,
- honcho ,
- boss
1. Ένα άτομο που ασκεί τον έλεγχο των εργαζομένων
- "Αν θέλετε να φύγετε νωρίς θα πρέπει να ρωτήσετε τον επιστάτη"
- συνώνυμο:
- πρόγονοσ ,
- αρχηγός ,
- περιπατητήσ ,
- τουφέκι ,
- αφεντικό
2. A man who is foreperson of a jury
- synonym:
- foreman
2. Ένας άνθρωπος που είναι πρόεδρος μιας κριτικής επιτροπής
- συνώνυμο:
- πρόγονοσ
Examples of using
The foreman docked me an hour's pay for getting to work late.
Ο επιστάτης μου έκοψε την αμοιβή μιας ώρας για να φτάσω στη δουλειά αργά.