Translation meaning & definition of the word "forefather" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατέρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Forefather
[Πρόγονοσ]/fɔrfɑðər/
noun
1. The founder of a family
- "Keep the faith of our forefathers"
- synonym:
- forefather ,
- father ,
- sire
1. Ο ιδρυτής μιας οικογένειας
- "Κρατήστε την πίστη των προγόνων μας"
- συνώνυμο:
- πρόγονοσ ,
- πατέρας ,
- ενοικίαση
2. Person from an earlier time who contributed to the tradition shared by some group
- "Our forefathers brought forth a great nation"
- synonym:
- forefather
2. Άτομο από παλαιότερη εποχή που συνέβαλε στην παράδοση που μοιράζεται κάποια ομάδα
- "Οι πρόγονοί μας έφεραν ένα μεγάλο έθνος"
- συνώνυμο:
- πρόγονοσ