Translation meaning & definition of the word "foreclose" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ξενόγλωσσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Foreclose
[Αποκλείω]/fɔrkloʊz/
verb
1. Keep from happening or arising
- Make impossible
- "My sense of tact forbids an honest answer"
- "Your role in the projects precludes your involvement in the competitive project"
- synonym:
- prevent ,
- forestall ,
- foreclose ,
- preclude ,
- forbid
1. Να μην συμβαίνει ή να προκύπτει
- Κάνω αδύνατο
- "Η αίσθηση της τακτικής μου απαγορεύει μια ειλικρινή απάντηση"
- "Ο ρόλος σας στα έργα αποκλείει τη συμμετοχή σας στο ανταγωνιστικό πρόγραμμα"
- συνώνυμο:
- αποτρέπω ,
- δασολογία ,
- αποκλείω ,
- απαγορεύω
2. Subject to foreclosing procedures
- Take away the right of mortgagors to redeem their mortgage
- synonym:
- foreclose
2. Υπόκεινται σε διαδικασίες αποκλεισμού
- Αφαιρέστε το δικαίωμα των υποθηκών για να εξαργυρώσετε την υποθήκη τους
- συνώνυμο:
- αποκλείω