Translation meaning & definition of the word "forearm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Forearm
[Προαγωγή]/fɔrɑrm/
noun
1. The part of the superior limb between the elbow and the wrist
- synonym:
- forearm
1. Το τμήμα του ανώτερου άκρου μεταξύ του αγκώνα και του καρπού
- συνώνυμο:
- αντιβράχιο
verb
1. Arm in advance of a confrontation
- synonym:
- forearm
1. Βραχίονας πριν από μια αντιπαράθεση
- συνώνυμο:
- αντιβράχιο