Translation meaning & definition of the word "fore" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πριν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fore
[Για]/fɔr/
noun
1. Front part of a vessel or aircraft
- "He pointed the bow of the boat toward the finish line"
- synonym:
- bow ,
- fore ,
- prow ,
- stem
1. Μπροστινό μέρος ενός σκάφους ή αεροσκάφους
- "Έδειξε το τόξο του σκάφους προς τη γραμμή του τερματισμού"
- συνώνυμο:
- τόξο ,
- προηγούμενο ,
- προφυλακτικό ,
- στέλεχος
adjective
1. Situated at or toward the bow of a vessel
- synonym:
- fore(a)
1. Βρίσκεται στο ή προς το τόξο ενός σκάφους
- συνώνυμο:
- προξ(Α)
adverb
1. Near or toward the bow of a ship or cockpit of a plane
- "The captain went fore (or forward) to check the instruments"
- synonym:
- fore ,
- forward
1. Κοντά ή προς το τόξο ενός πλοίου ή πιλοτήριο ενός αεροπλάνου
- "Ο καπετάνιος πήγε μπροστά ( για να ελέγξει τα όργανα"
- συνώνυμο:
- προηγούμενο ,
- προχωρώ