Translation meaning & definition of the word "forcefully" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυναμικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Forcefully
[Δυναμικά]/fɔrsfəli/
adverb
1. With full force
- "We are seeing this film too late to feel its original impact forcefully"
- synonym:
- forcefully
1. Με πλήρη δύναμη
- "Βλέπουμε αυτή την ταινία πολύ αργά για να αισθανθούμε την αρχική της επίδραση δυναμικά"
- συνώνυμο:
- δυναμικά