Translation meaning & definition of the word "forced" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναγκαστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Forced
[Αναγκασμένος]/fɔrst/
adjective
1. Produced by or subjected to forcing
- "Forced-air heating"
- "Furnaces of the forced-convection type"
- "Forced convection in plasma generators"
- synonym:
- forced
1. Παράγεται από ή υπόκειται σε αναγκασμό
- "Ενισχυμένη θέρμανση αέρα"
- "Εγκαύματα του τύπου αναγκαστικής μεταφοράς"
- "Ενισχυμένη μεταφορά σε γεννήτριες πλάσματος"
- συνώνυμο:
- αναγκασμένος
2. Forced or compelled
- "Promised to abolish forced labor"
- synonym:
- forced
2. Αναγκασμένος ή υποχρεωμένος
- "Προώθηση της κατάργησης της καταναγκαστικής εργασίας"
- συνώνυμο:
- αναγκασμένος
3. Made necessary by an unexpected situation or emergency
- "A forced landing"
- synonym:
- forced
3. Απαραίτητο από μια απροσδόκητη κατάσταση ή έκτακτη ανάγκη
- "Αναγκαστική προσγείωση"
- συνώνυμο:
- αναγκασμένος
4. Lacking spontaneity
- Not natural
- "A constrained smile"
- "Forced heartiness"
- "A strained smile"
- synonym:
- constrained ,
- forced ,
- strained
4. Έλλειψη αυθορμητισμού
- Όχι φυσικό
- "Ένα περιορισμένο χαμόγελο"
- "Καταναγκαστική καρδιά"
- "Ένα τεταμένο χαμόγελο"
- συνώνυμο:
- περιορισμένος ,
- αναγκασμένος ,
- τεντωμένοσ
Examples of using
The poor father forced himself to ask the sexton whether she had been to mass.
Ο φτωχός πατέρας αναγκάστηκε να ρωτήσει το σεξτόν αν είχε πάει σε μάζα.
The plane made a forced landing.
Το αεροπλάνο έκανε μια αναγκαστική προσγείωση.
We finally forced Tom to admit it.
Τελικά αναγκάσαμε τον Τομ να το παραδεχτεί.