Translation meaning & definition of the word "force" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βία" στην ελληνική γλώσσα
Force
[Δύναμη]noun
1. A powerful effect or influence
- "The force of his eloquence easily persuaded them"
- synonym:
- force
1. Ισχυρό αποτέλεσμα ή επιρροή
- "Η δύναμη της ευγλωττίας του τους έπεισε εύκολα"
- συνώνυμο:
- δύναμη
2. (physics) the influence that produces a change in a physical quantity
- "Force equals mass times acceleration"
- synonym:
- force
2. (φυσική) η επιρροή που παράγει μια αλλαγή σε μια φυσική ποσότητα
- "Η δύναμη ισούται με τη μαζική επιτάχυνση χρόνου"
- συνώνυμο:
- δύναμη
3. Physical energy or intensity
- "He hit with all the force he could muster"
- "It was destroyed by the strength of the gale"
- "A government has not the vitality and forcefulness of a living man"
- synonym:
- force ,
- forcefulness ,
- strength
3. Φυσική ενέργεια ή ένταση
- "Χτύπησε με όλη τη δύναμη που θα μπορούσε να συγκεντρώσει"
- "Καταστράφηκε από τη δύναμη του φυτού"
- "Μια κυβέρνηση δεν έχει τη ζωτικότητα και τη δύναμη ενός ζωντανού ανθρώπου"
- συνώνυμο:
- δύναμη ,
- δυνατότητα
4. Group of people willing to obey orders
- "A public force is necessary to give security to the rights of citizens"
- synonym:
- force ,
- personnel
4. Ομάδα ανθρώπων που είναι πρόθυμοι να υπακούσουν στις εντολές
- "Μια δημόσια δύναμη είναι απαραίτητη για την παροχή ασφάλειας στα δικαιώματα των πολιτών"
- συνώνυμο:
- δύναμη ,
- προσωπικό
5. A unit that is part of some military service
- "He sent caesar a force of six thousand men"
- synonym:
- military unit ,
- military force ,
- military group ,
- force
5. Μια μονάδα που αποτελεί μέρος κάποιας στρατιωτικής θητείας
- "Έστειλε στον καίσαρα μια δύναμη έξι χιλιάδων ανδρών"
- συνώνυμο:
- στρατιωτική μονάδα ,
- στρατιωτική δύναμη ,
- στρατιωτική ομάδα ,
- δύναμη
6. An act of aggression (as one against a person who resists)
- "He may accomplish by craft in the long run what he cannot do by force and violence in the short one"
- synonym:
- violence ,
- force
6. Μια πράξη επιθετικότητας (ας εναντίον ενός ατόμου που αντιστέκεται)
- "Μπορεί να πετύχει με την τέχνη μακροπρόθεσμα αυτό που δεν μπορεί να κάνει με τη βία και τη βία στο σύντομο"
- συνώνυμο:
- βία ,
- δύναμη
7. One possessing or exercising power or influence or authority
- "The mysterious presence of an evil power"
- "May the force be with you"
- "The forces of evil"
- synonym:
- power ,
- force
7. Κάποιος που διαθέτει ή ασκεί εξουσία ή επιρροή ή εξουσία
- "Η μυστηριώδης παρουσία μιας κακής δύναμης"
- "Η δύναμη μπορεί να είναι μαζί σας"
- "Οι δυνάμεις του κακού"
- συνώνυμο:
- δύναμη
8. A group of people having the power of effective action
- "He joined forces with a band of adventurers"
- synonym:
- force
8. Μια ομάδα ανθρώπων που έχουν τη δύναμη της αποτελεσματικής δράσης
- "Ένωσε τις δυνάμεις του με μια ομάδα τυχοδιώκτες"
- συνώνυμο:
- δύναμη
9. (of a law) having legal validity
- "The law is still in effect"
- synonym:
- effect ,
- force
9. ( ενός νόμου) με νομική ισχύ
- "Ο νόμος είναι ακόμα σε ισχύ"
- συνώνυμο:
- επίδραση ,
- δύναμη
10. A putout of a base runner who is required to run
- The putout is accomplished by holding the ball while touching the base to which the runner must advance before the runner reaches that base
- "The shortstop got the runner at second on a force"
- synonym:
- force out ,
- force-out ,
- force play ,
- force
10. Ένα στήσιμο ενός δρομέα βάσης που απαιτείται να τρέξει
- Το στήσιμο επιτυγχάνεται κρατώντας την μπάλα ενώ αγγίζετε τη βάση στην οποία ο δρομέας πρέπει να προχωρήσει πριν φτάσει ο δρομέας
- "Η διακοπή πήρε το δρομέα στη δεύτερη θέση σε μια δύναμη"
- συνώνυμο:
- αποστρέφομαι ,
- εξουδετερώνω ,
- παιχνίδι δύναμης ,
- δύναμη
verb
1. To cause to do through pressure or necessity, by physical, moral or intellectual means :"she forced him to take a job in the city"
- "He squeezed her for information"
- synonym:
- coerce ,
- hale ,
- squeeze ,
- pressure ,
- force
1. Να κάνει μέσω πίεσης ή αναγκαιότητας, με σωματικά, ηθικά ή πνευματικά μέσα: "τον ανάγκασε να πάρει δουλειά στην πόλη"
- "Την έσφιξε για πληροφορίες"
- συνώνυμο:
- εξαναγκάζω ,
- αλήτησ ,
- συμπιέζω ,
- πίεση ,
- δύναμη
2. Urge or force (a person) to an action
- Constrain or motivate
- synonym:
- impel ,
- force
2. Παροτρύνετε ή αναγκάστε το πρόσωπο ( σε μια δράση
- Περιορισμός ή κίνητρο
- συνώνυμο:
- προετοιμάζω ,
- δύναμη
3. Move with force, "he pushed the table into a corner"
- synonym:
- push ,
- force
3. Κινηθείτε με δύναμη, "αυτός έσπρωξε το τραπέζι σε μια γωνία"
- συνώνυμο:
- ώθηση ,
- δύναμη
4. Impose urgently, importunately, or inexorably
- "She forced her diet fads on him"
- synonym:
- force ,
- thrust
4. Επιβάλλει επειγόντως, εισαγωγικά, ή αναπόφευκτα
- "Ανάγκασε τη διατροφή της να τον παρασύρει"
- συνώνυμο:
- δύναμη ,
- ώθηση
5. Squeeze like a wedge into a tight space
- "I squeezed myself into the corner"
- synonym:
- wedge ,
- squeeze ,
- force
5. Συμπιέστε σαν σφήνα σε ένα σφιχτό χώρο
- "Στριμώχνομαι στη γωνία"
- συνώνυμο:
- σφήνα ,
- συμπιέζω ,
- δύναμη
6. Force into or from an action or state, either physically or metaphorically
- "She rammed her mind into focus"
- "He drives me mad"
- synonym:
- force ,
- drive ,
- ram
6. Δύναμη μέσα ή από μια δράση ή μια κατάσταση, είτε σωματικά είτε μεταφορικά
- "Κατέστρεψε το μυαλό της στο επίκεντρο"
- "Με τρελαίνει"
- συνώνυμο:
- δύναμη ,
- οδηγώ ,
- κριός
7. Cause to move by pulling
- "Draw a wagon"
- "Pull a sled"
- synonym:
- pull ,
- draw ,
- force
7. Αιτία να κινηθεί με το τράβηγμα
- "Σχεδιάστε ένα βαγόνι"
- "Τραβήξτε ένα έλκηθρο"
- συνώνυμο:
- τραβώ ,
- παίρνω ,
- δύναμη
8. Do forcibly
- Exert force
- "Don't force it!"
- synonym:
- force
8. Κάνω βίαια
- Ασκώ δύναμη
- "Μην το αναγκάζεις!"
- συνώνυμο:
- δύναμη
9. Take by force
- "Storm the fort"
- synonym:
- storm ,
- force
9. Παίρνω με τη βία
- "Καταιγίδα το φρούριο"
- συνώνυμο:
- καταιγίδα ,
- δύναμη