Translation meaning & definition of the word "forbid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξέρασε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Forbid
[Απαγορεύω]/fərbɪd/
verb
1. Command against
- "I forbid you to call me late at night"
- "Mother vetoed the trip to the chocolate store"
- "Dad nixed our plans"
- synonym:
- forbid ,
- prohibit ,
- interdict ,
- proscribe ,
- veto ,
- disallow ,
- nix
1. Εναντίον
- "Σου απαγορεύω να μου τηλεφωνήσεις αργά το βράδυ"
- "Η μητέρα άσκησε βέτο στο ταξίδι στο κατάστημα σοκολάτας"
- "Ο μπαμπάς ενίσχυσε τα σχέδιά μας"
- συνώνυμο:
- απαγορεύω ,
- εγγραφείτε ,
- βέβαιο ,
- νιξ
2. Keep from happening or arising
- Make impossible
- "My sense of tact forbids an honest answer"
- "Your role in the projects precludes your involvement in the competitive project"
- synonym:
- prevent ,
- forestall ,
- foreclose ,
- preclude ,
- forbid
2. Να μην συμβαίνει ή να προκύπτει
- Κάνω αδύνατο
- "Η αίσθηση της τακτικής μου απαγορεύει μια ειλικρινή απάντηση"
- "Ο ρόλος σας στα έργα αποκλείει τη συμμετοχή σας στο ανταγωνιστικό πρόγραμμα"
- συνώνυμο:
- αποτρέπω ,
- δασολογία ,
- αποκλείω ,
- απαγορεύω
Examples of using
I forbid you smoking!
Σου απαγορεύω το κάπνισμα!
I forbid you to smoke.
Σου απαγορεύω να καπνίζεις.
I forbid you to smoke.
Σου απαγορεύω να καπνίζεις.