Translation meaning & definition of the word "forage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φορτηγό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Forage
[Ζωοτροφή]/fɔrɪʤ/
noun
1. Bulky food like grass or hay for browsing or grazing horses or cattle
- synonym:
- eatage ,
- forage ,
- pasture ,
- pasturage ,
- grass
1. Ογκώδη τρόφιμα, όπως γρασίδι ή σανό για περιήγηση ή βόσκηση αλόγων ή βοοειδών
- συνώνυμο:
- φαγητό ,
- ζωοτροφή ,
- βοσκότοπος ,
- βοσκή ,
- χορτάρι
2. The act of searching for food and provisions
- synonym:
- foraging ,
- forage
2. Η πράξη της αναζήτησης τροφίμων και προβλέψεων
- συνώνυμο:
- τροφοδοτώ ,
- ζωοτροφή
verb
1. Collect or look around for (food)
- synonym:
- scrounge ,
- forage
1. Συλλέξτε ή αναζητήστε γύρω για (τροφ)
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- ζωοτροφή
2. Wander and feed
- "The animals forage in the woods"
- synonym:
- forage
2. Περιπλανηθείτε και ταΐστε
- "Τα ζώα τρέφονται στο δάσος"
- συνώνυμο:
- ζωοτροφή