Translation meaning & definition of the word "footwork" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πόδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Footwork
[Ποδοπάτημα]/fʊtwərk/
noun
1. The manner of using the feet
- synonym:
- footwork
1. Ο τρόπος χρήσης των ποδιών
- συνώνυμο:
- ποδοπάτημα
2. Skillful maneuvering or dealing
- "She needs some fancy footwork to cover all those lies"
- synonym:
- footwork
2. Επιδέξιοι ελιγμοί ή αντιμετώπιση
- "Χρειάζεται κάποια φανταχτερά έργα για να καλύψει όλα αυτά τα ψέματα"
- συνώνυμο:
- ποδοπάτημα
Examples of using
She has good footwork.
Έχει καλό πόδι.