Translation meaning & definition of the word "footnote" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποσημείωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Footnote
[Υποσημείωση]/fʊtnoʊt/
noun
1. A printed note placed below the text on a printed page
- synonym:
- footnote ,
- footer
1. Μια τυπωμένη σημείωση τοποθετημένη κάτω από το κείμενο σε μια τυπωμένη σελίδα
- συνώνυμο:
- υποσημείωση ,
- υποσέλιδο
verb
1. Add explanatory notes to or supply with critical comments
- "The scholar annotated the early edition of a famous novel"
- synonym:
- annotate ,
- footnote
1. Προσθέστε επεξηγηματικές σημειώσεις ή παρέχετε κριτικά σχόλια
- "Ο λόγιος σχολίασε την πρώιμη έκδοση ενός διάσημου μυθιστορήματος"
- συνώνυμο:
- σχολιασμένο ,
- υποσημείωση