Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "foothold" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάτημα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Foothold

[Περίπτερο]
/fʊthoʊld/

noun

1. An area in hostile territory that has been captured and is held awaiting further troops and supplies

  • "An attempt to secure a bridgehead behind enemy lines"
  • "The only foothold left for british troops in europe was gibraltar"
    synonym:
  • bridgehead
  • ,
  • foothold

1. Μια περιοχή σε εχθρικό έδαφος που έχει συλληφθεί και κρατείται περιμένοντας περαιτέρω στρατεύματα και προμήθειες

  • "Μια προσπάθεια να εξασφαλιστεί μια κεφαλή γέφυρας πίσω από τις γραμμές του εχθρού"
  • "Η μόνη βάση που απέμεινε για τα βρετανικά στρατεύματα στην ευρώπη ήταν το γιβραλτάρ"
    συνώνυμο:
  • γεφυροπλάστησ
  • ,
  • πρόποδασ

2. A place providing support for the foot in standing or climbing

    synonym:
  • foothold
  • ,
  • footing

2. Ένα μέρος που παρέχει υποστήριξη για το πόδι σε όρθια ή αναρρίχηση

    συνώνυμο:
  • πρόποδασ
  • ,
  • περπατώντασ

3. An initial accomplishment that opens the way for further developments

  • "The town became a beachhead in the campaign to ban smoking outdoors"
  • "They are presently attempting to gain a foothold in the russian market"
    synonym:
  • beachhead
  • ,
  • foothold

3. Ένα αρχικό επίτευγμα που ανοίγει το δρόμο για περαιτέρω εξελίξεις

  • "Η πόλη έγινε παραθαλάσσια κεφαλή στην εκστρατεία για την απαγόρευση του καπνίσματος σε εξωτερικούς χώρους"
  • "Προσπαθούν επί του παρόντος να αποκτήσουν θέση στη ρωσική αγορά"
    συνώνυμο:
  • παραθαλάσσιο πάρκο
  • ,
  • πρόποδασ