Translation meaning & definition of the word "foolproof" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αντιαλλαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Foolproof
[Ανθυγιεινόσ]/fulpruf/
verb
1. Proof against human misuse or error
- "Foolproof this appliance"
- synonym:
- goofproof ,
- goof-proof ,
- foolproof
1. Απόδειξη κατά της ανθρώπινης κατάχρησης ή λάθους
- "Αλάνθαστη αυτή η συσκευή"
- συνώνυμο:
- αλεξίπυροσ ,
- ανθεκτικός στην πόρτα ,
- ανόητοσ
adjective
1. Not liable to failure
- "A foolproof identification system"
- "The unfailing sign of an amateur"
- "An unfailing test"
- synonym:
- foolproof ,
- unfailing
1. Δεν υπόκειται σε αποτυχία
- "Ένα αλάνθαστο σύστημα αναγνώρισης"
- "Το ακλόνητο σημάδι ενός ερασιτέχνη"
- "Μια αδιάφορη δοκιμή"
- συνώνυμο:
- ανόητοσ ,
- ανεξέλεγκτοσ