Translation meaning & definition of the word "foolishly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανόητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Foolishly
[Ανόητα]/fulɪʃli/
adverb
1. Without good sense or judgment
- "He acted foolishly when he agreed to come"
- synonym:
- foolishly ,
- unwisely
1. Χωρίς καλή λογική ή κρίση
- "Ενήργησε ανόητα όταν συμφώνησε να έρθει"
- συνώνυμο:
- ανόητα ,
- ασύνετα
Examples of using
She behaved quite foolishly.
Συμπεριφέρθηκε πολύ ανόητα.
He acted foolishly.
Ενήργησε ανόητα.
He killed the goose, foolishly.
Σκότωσε τη χήνα, ανόητα.