Translation meaning & definition of the word "foolhardy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανόητος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Foolhardy
[Ανόητοσ]/fulhɑrdi/
adjective
1. Marked by defiant disregard for danger or consequences
- "Foolhardy enough to try to seize the gun from the hijacker"
- "Became the fiercest and most reckless of partisans"-macaulay
- "A reckless driver"
- "A rash attempt to climb mount everest"
- synonym:
- foolhardy ,
- heady ,
- rash ,
- reckless
1. Χαρακτηρίζεται από προκλητική αδιαφορία για τον κίνδυνο ή τις συνέπειες
- "Αρκετά ανόητος για να προσπαθήσει να πιάσει το όπλο από το αεροπειρατή"
- "Έγινε η πιο πύρινη και απερίσκεπτη από τους παρτιζάνους"-μακαουλάι
- "Ένας απερίσκεπτος οδηγός"
- "Μια προσπάθεια εξάνθημα να ανέβει στο έβερεστ"
- συνώνυμο:
- ανόητοσ ,
- ανοιχτόχρωμοσ ,
- εξάνθημα ,
- απερίσκεπτοσ