Translation meaning & definition of the word "foodstuff" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρόφιμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Foodstuff
[Τροφίμων]/fudstəf/
noun
1. (usually plural) consumer goods sold by a grocer
- synonym:
- grocery ,
- foodstuff
1. (συνήθως πληθυντικά) καταναλωτικά αγαθά που πωλούνται από παντοπωλείο
- συνώνυμο:
- παντοπωλείο ,
- τρόφιμα
2. A substance that can be used or prepared for use as food
- synonym:
- foodstuff ,
- food product
2. Μια ουσία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή να παρασκευαστεί για χρήση ως τρόφιμο
- συνώνυμο:
- τρόφιμα ,
- προϊόντα διατροφής