Translation meaning & definition of the word "font" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραμματοσειρά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Font
[Γραμματοσειρά]/fɑnt/
noun
1. A specific size and style of type within a type family
- synonym:
- font ,
- fount ,
- typeface ,
- face ,
- case
1. Ένα συγκεκριμένο μέγεθος και στυλ τύπου μέσα σε μια οικογένεια τύπων
- συνώνυμο:
- γραμματοσειρά ,
- βρύση ,
- πρόσωπο ,
- περίπτωση
2. Bowl for baptismal water
- synonym:
- baptismal font ,
- baptistry ,
- baptistery ,
- font
2. Μπολ για βαπτιστικό νερό
- συνώνυμο:
- βαπτιστική γραμματοσειρά ,
- βαπτιστήριο ,
- γραμματοσειρά
Examples of using
What’s your favorite font?
Ποια είναι η αγαπημένη σας γραμματοσειρά?
What’s your favorite font?
Ποια είναι η αγαπημένη σας γραμματοσειρά?