Translation meaning & definition of the word "fondness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρέλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fondness
[Αγριότητα]/fɑndnəs/
noun
1. A predisposition to like something
- "He had a fondness for whiskey"
- synonym:
- fondness ,
- fancy ,
- partiality
1. Προδιάθεση να αρέσει κάτι
- "Είχε μια αγάπη για το ουίσκι"
- συνώνυμο:
- αγάπη ,
- φανταχτερός ,
- μεροληψία
2. A positive feeling of liking
- "He had trouble expressing the affection he felt"
- "The child won everyone's heart"
- "The warmness of his welcome made us feel right at home"
- synonym:
- affection ,
- affectionateness ,
- fondness ,
- tenderness ,
- heart ,
- warmness ,
- warmheartedness ,
- philia
2. Ένα θετικό συναίσθημα της αρεσκείας
- "Είχε πρόβλημα να εκφράσει την αγάπη που ένιωθε"
- "Το παιδί κέρδισε την καρδιά όλων"
- "Η ζεστασιά του καλωσορίσματος μας έκανε να νιώσουμε σαν στο σπίτι μας"
- συνώνυμο:
- στοργή ,
- αγάπη ,
- τρυφερότητα ,
- καρδιά ,
- ζεστασιά ,
- φίλια
3. A quality proceeding from feelings of affection or love
- synonym:
- affectionateness ,
- fondness ,
- lovingness ,
- warmth
3. Μια ποιότητα που προχωρά από τα συναισθήματα της αγάπης ή της αγάπης
- συνώνυμο:
- στοργή ,
- αγάπη ,
- ζεστασιά
Examples of using
Without anger and fondness.
Χωρίς θυμό και αγάπη.
I have a fondness for sweets.
Έχω μια αγάπη για τα γλυκά.