Translation meaning & definition of the word "follower" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληροφοριοδότης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Follower
[Οπαδός]/fɑloʊər/
noun
1. A person who accepts the leadership of another
- synonym:
- follower
1. Είναι ένας άνθρωπος που αποδέχεται την ηγεσία ενός άλλου
- συνώνυμο:
- οπαδός
2. Someone who travels behind or pursues another
- synonym:
- follower
2. Κάποιος που ταξιδεύει πίσω ή ακολουθεί κάποιον άλλο
- συνώνυμο:
- οπαδός
Examples of using
She is a follower of Freud.
Είναι οπαδός του Φρόιντ.