Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "follow" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακολουθήστε" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Follow

[Ακολουθήστε]
/fɑloʊ/

verb

1. To travel behind, go after, come after

  • "The ducklings followed their mother around the pond"
  • "Please follow the guide through the museum"
    synonym:
  • follow

1. Για να ταξιδέψετε πίσω, πηγαίνετε μετά, ελάτε μετά

  • "Τα παπάκια ακολούθησαν τη μητέρα τους γύρω από τη λίμνη"
  • "Παρακαλώ ακολουθήστε τον οδηγό μέσω του μουσείου"
    συνώνυμο:
  • ακολουθεί

2. Be later in time

  • "Tuesday always follows monday"
    synonym:
  • postdate
  • ,
  • follow

2. Να είσαι αργότερα στο χρόνο

  • "Η τρίτη ακολουθεί πάντα τη δευτέρα"
    συνώνυμο:
  • μεταχρονολογημένη
  • ,
  • ακολουθεί

3. Come as a logical consequence

  • Follow logically
  • "It follows that your assertion is false"
  • "The theorem falls out nicely"
    synonym:
  • follow
  • ,
  • fall out

3. Ελάτε ως λογική συνέπεια

  • Ακολουθήστε λογικά
  • "Συνεπώς, ο ισχυρισμός σας είναι ψευδής"
  • "Το θεώρημα πέφτει ωραία"
    συνώνυμο:
  • ακολουθεί
  • ,
  • πέφτω

4. Travel along a certain course

  • "Follow the road"
  • "Follow the trail"
    synonym:
  • follow
  • ,
  • travel along

4. Ταξιδέψτε σε ένα συγκεκριμένο μάθημα

  • "Ακολουθήστε το δρόμο"
  • "Ακολουθήστε το μονοπάτι"
    συνώνυμο:
  • ακολουθεί
  • ,
  • ταξιδεύω

5. Act in accordance with someone's rules, commands, or wishes

  • "He complied with my instructions"
  • "You must comply or else!"
  • "Follow these simple rules"
  • "Abide by the rules"
    synonym:
  • comply
  • ,
  • follow
  • ,
  • abide by

5. Ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες, τις εντολές ή τις επιθυμίες κάποιου

  • "Συμμορφώθηκε με τις οδηγίες μου"
  • "Πρέπει να συμμορφωθείτε ή αλλιώς!"
  • "Ακολουθήστε αυτούς τους απλούς κανόνες"
  • "Εκτός από τους κανόνες"
    συνώνυμο:
  • συμμορφώνομαι
  • ,
  • ακολουθεί
  • ,
  • τηρώ

6. Come after in time, as a result

  • "A terrible tsunami followed the earthquake"
    synonym:
  • follow
  • ,
  • come after

6. Ελάτε μετά από το χρόνο, ως αποτέλεσμα

  • "Ένα τρομερό τσουνάμι ακολούθησε το σεισμό"
    συνώνυμο:
  • ακολουθεί
  • ,
  • ελάτε

7. Behave in accordance or in agreement with

  • "Follow a pattern"
  • "Follow my example"
    synonym:
  • follow
  • ,
  • conform to

7. Συμπεριφέρεται σύμφωνα ή σύμφωνα με

  • "Ακολουθήστε ένα μοτίβο"
  • "Ακολουθήστε το παράδειγμά μου"
    συνώνυμο:
  • ακολουθεί
  • ,
  • συμμορφώνομαι

8. Be next

  • "Mary plays best, with john and sue following"
    synonym:
  • follow

8. Είμαι επόμενος

  • "Η μαρία παίζει καλύτερα, με τον τζον και τον σου να ακολουθούν"
    συνώνυμο:
  • ακολουθεί

9. Choose and follow

  • As of theories, ideas, policies, strategies or plans
  • "She followed the feminist movement"
  • "The candidate espouses republican ideals"
    synonym:
  • adopt
  • ,
  • follow
  • ,
  • espouse

9. Επιλέξτε και ακολουθήστε

  • Ως προς τις θεωρίες, τις ιδέες, τις πολιτικές, τις στρατηγικές ή τα σχέδια
  • "Ακολούθησε το φεμινιστικό κίνημα"
  • "Ο υποψήφιος ασπάζεται τα ρεπουμπλικανικά ιδανικά"
    συνώνυμο:
  • υιοθετώ
  • ,
  • ακολουθεί
  • ,
  • εστιάζω

10. To bring something about at a later time than

  • "She followed dinner with a brandy"
  • "He followed his lecture with a question and answer period"
    synonym:
  • follow

10. Να φέρει κάτι για αργότερα από

  • "Ακολούθησε το δείπνο με ένα κονιάκ"
  • "Παρακολούθησε τη διάλεξή του με περίοδο ερωτήσεων και απαντήσεων"
    συνώνυμο:
  • ακολουθεί

11. Imitate in behavior

  • Take as a model
  • "Teenagers follow their friends in everything"
    synonym:
  • take after
  • ,
  • follow

11. Μιμηθείτε στη συμπεριφορά

  • Πάρτε ως μοντέλο
  • "Οι δεκατρείς ακολουθούν τους φίλους τους σε όλα"
    συνώνυμο:
  • παίρνω από
  • ,
  • ακολουθεί

12. Follow, discover, or ascertain the course of development of something

  • "We must follow closely the economic development is cuba"
  • "Trace the student's progress"
    synonym:
  • trace
  • ,
  • follow

12. Ακολουθήστε, ανακαλύψτε ή εξακριβώστε την πορεία της ανάπτυξης κάποιου πράγματος

  • "Πρέπει να παρακολουθήσουμε στενά την οικονομική ανάπτυξη είναι η κούβα"
  • "Βρείτε την πρόοδο του μαθητή"
    συνώνυμο:
  • ίχνος
  • ,
  • ακολουθεί

13. Follow with the eyes or the mind

  • "Keep an eye on the baby, please!"
  • "The world is watching sarajevo"
  • "She followed the men with the binoculars"
    synonym:
  • watch
  • ,
  • observe
  • ,
  • follow
  • ,
  • watch over
  • ,
  • keep an eye on

13. Ακολουθήστε το με τα μάτια ή το μυαλό

  • "Προσέξτε το μωρό, παρακαλώ!"
  • "Ο κόσμος παρακολουθεί το σεράγεβο"
  • "Ακολούθησε τους άνδρες με τα κιάλια"
    συνώνυμο:
  • ρολόι
  • ,
  • παρατηρώ
  • ,
  • ακολουθεί
  • ,
  • παρακολουθώ

14. Be the successor (of)

  • "Carter followed ford"
  • "Will charles succeed to the throne?"
    synonym:
  • succeed
  • ,
  • come after
  • ,
  • follow

14. Γίνε ο διάδοχος (οφ)

  • "Η κάρτερ ακολούθησε τον φορντ"
  • "Ο κάρολος θα πετύχει στο θρόνο?"
    συνώνυμο:
  • επιτυγχάνω
  • ,
  • ελάτε
  • ,
  • ακολουθεί

15. Perform an accompaniment to

  • "The orchestra could barely follow the frequent pitch changes of the soprano"
    synonym:
  • play along
  • ,
  • accompany
  • ,
  • follow

15. Εκτελέστε ένα συνοδευτικό για

  • "Η ορχήστρα δεν μπορούσε να ακολουθήσει τις συχνές αλλαγές στον αγωνιστικό χώρο της σοπράνο"
    συνώνυμο:
  • παίζω
  • ,
  • συνοδεύω
  • ,
  • ακολουθεί

16. Keep informed

  • "He kept up on his country's foreign policies"
    synonym:
  • keep up
  • ,
  • keep abreast
  • ,
  • follow

16. Ενημερώνομαι

  • "Συνέχισε τις εξωτερικές πολιτικές της χώρας του"
    συνώνυμο:
  • συνεχίζω
  • ,
  • παραμένω αγενής
  • ,
  • ακολουθεί

17. To be the product or result

  • "Melons come from a vine"
  • "Understanding comes from experience"
    synonym:
  • come
  • ,
  • follow

17. Να είναι το προϊόν ή το αποτέλεσμα

  • "Τα μέλιν προέρχονται από ένα αμπέλι"
  • "Η ανεξαρτησία προέρχεται από την εμπειρία"
    συνώνυμο:
  • ελάτε
  • ,
  • ακολουθεί

18. Accept and follow the leadership or command or guidance of

  • "Let's follow our great helmsman!"
  • "She followed a guru for years"
    synonym:
  • follow

18. Αποδεχτείτε και ακολουθήστε την ηγεσία ή την εντολή ή την καθοδήγηση του

  • "Ας ακολουθήσουμε το μεγάλο μας πηδάλιο!"
  • "Ακολουθούσε έναν γκουρού για χρόνια"
    συνώνυμο:
  • ακολουθεί

19. Adhere to or practice

  • "These people still follow the laws of their ancient religion"
    synonym:
  • follow

19. Τηρήστε ή εξασκηθείτε

  • "Αυτοί οι άνθρωποι ακολουθούν ακόμα τους νόμους της αρχαίας θρησκείας τους"
    συνώνυμο:
  • ακολουθεί

20. Work in a specific place, with a specific subject, or in a specific function

  • "He is a herpetologist"
  • "She is our resident philosopher"
    synonym:
  • be
  • ,
  • follow

20. Εργασία σε συγκεκριμένο τόπο, με συγκεκριμένο θέμα ή σε συγκεκριμένη λειτουργία

  • "Είναι ερπετολόγος"
  • "Είναι ο μόνιμος φιλόσοφος μας"
    συνώνυμο:
  • είμαι
  • ,
  • ακολουθεί

21. Keep under surveillance

  • "The police had been following him for weeks but they could not prove his involvement in the bombing"
    synonym:
  • surveil
  • ,
  • follow
  • ,
  • survey

21. Τηρώ υπό παρακολούθηση

  • "Η αστυνομία τον παρακολουθούσε για εβδομάδες, αλλά δεν μπορούσαν να αποδείξουν την εμπλοκή του στο βομβαρδισμό"
    συνώνυμο:
  • επιτηρώ
  • ,
  • ακολουθεί
  • ,
  • έρευνα

22. Follow in or as if in pursuit

  • "The police car pursued the suspected attacker"
  • "Her bad deed followed her and haunted her dreams all her life"
    synonym:
  • pursue
  • ,
  • follow

22. Ακολουθήστε μέσα ή σαν να επιδιώκετε

  • "Το αυτοκίνητο της αστυνομίας καταδίωξε τον ύποπτο επιτιθέμενο"
  • "Η κακή πράξη της την ακολούθησε και στοίχειωσε τα όνειρά της σε όλη της τη ζωή"
    συνώνυμο:
  • ακολουθώ
  • ,
  • ακολουθεί

23. Grasp the meaning

  • "Can you follow her argument?"
  • "When he lectures, i cannot follow"
    synonym:
  • follow

23. Αντιλαμβάνεστε το νόημα

  • "Μπορείτε να ακολουθήσετε το επιχείρημά της?"
  • "Όταν κάνει διαλέξεις, δεν μπορώ να ακολουθήσω"
    συνώνυμο:
  • ακολουθεί

24. Keep to

  • "Stick to your principles"
  • "Stick to the diet"
    synonym:
  • stick to
  • ,
  • stick with
  • ,
  • follow

24. Τηρώ

  • "Μείνετε στις αρχές σας"
  • "Κολλήστε στη διατροφή"
    συνώνυμο:
  • παραμένω
  • ,
  • ακολουθεί

Examples of using

Can you follow me?
Μπορείς να με ακολουθήσεις?
Just follow the link down below!
Απλά ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο!
I can follow the rules.
Μπορώ να ακολουθήσω τους κανόνες.