Translation meaning & definition of the word "folklore" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λαογραφικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Folklore
[Λαογραφία]/foʊklɔr/
noun
1. The unwritten lore (stories and proverbs and riddles and songs) of a culture
- synonym:
- folklore
1. Η άγραφη παροιμία (ιστορίες και παροιμίες και αινίγματα και τραγούδια) ενός πολιτισμού
- συνώνυμο:
- λαογραφία
Examples of using
There are speaking animals in all people's folklore.
Υπάρχουν ζώα που μιλούν στη λαογραφία όλων των ανθρώπων.