Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "folk" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακόλουθος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Folk

[Λαϊκός]
/foʊk/

noun

1. People in general (often used in the plural)

  • "They're just country folk"
  • "Folks around here drink moonshine"
  • "The common people determine the group character and preserve its customs from one generation to the next"
    synonym:
  • folk
  • ,
  • folks
  • ,
  • common people

1. Οι άνθρωποι γενικά (συχνά χρησιμοποιούνται στον πληθυντικό)

  • "Είναι απλά λαός της χώρας"
  • "Οι άνθρωποι εδώ πίνουν φεγγάρι"
  • "Οι κοινοί άνθρωποι καθορίζουν τον ομαδικό χαρακτήρα και διατηρούν τα έθιμά τους από τη μια γενιά στην άλλη"
    συνώνυμο:
  • λαϊκός
  • ,
  • λαοί
  • ,
  • κοινοί άνθρωποι

2. A social division of (usually preliterate) people

    synonym:
  • tribe
  • ,
  • folk

2. Ένας κοινωνικός διαχωρισμός (συνήθως προ-καθαρτικά) άτομα

    συνώνυμο:
  • φυλή
  • ,
  • λαϊκός

3. People descended from a common ancestor

  • "His family has lived in massachusetts since the mayflower"
    synonym:
  • family
  • ,
  • family line
  • ,
  • folk
  • ,
  • kinfolk
  • ,
  • kinsfolk
  • ,
  • sept
  • ,
  • phratry

3. Οι άνθρωποι κατάγονται από έναν κοινό πρόγονο

  • "Η οικογένειά του έχει ζήσει στη μασαχουσέτη από την εποχή των μάγιλουερ"
    συνώνυμο:
  • οικογένεια
  • ,
  • οικογενειακή γραμμή
  • ,
  • λαϊκός
  • ,
  • κινολφοί
  • ,
  • συγγενείσ
  • ,
  • σεπτέμβριος
  • ,
  • φρατρία

4. The traditional and typically anonymous music that is an expression of the life of people in a community

    synonym:
  • folk music
  • ,
  • ethnic music
  • ,
  • folk

4. Η παραδοσιακή και συνήθως ανώνυμη μουσική που αποτελεί έκφραση της ζωής των ανθρώπων σε μια κοινότητα

    συνώνυμο:
  • λαϊκή μουσική
  • ,
  • εθνική μουσική
  • ,
  • λαϊκός