Translation meaning & definition of the word "folio" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρτοφυλάκιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Folio
[Φολιό]/foʊlioʊ/
noun
1. The system of numbering pages
- synonym:
- pagination ,
- folio ,
- page number ,
- paging
1. Το σύστημα των σελίδων αρίθμησης
- συνώνυμο:
- σελιδοποίηση ,
- φύλλο ,
- αριθμός σελίδας
2. A sheet of any written or printed material (especially in a manuscript or book)
- synonym:
- leaf ,
- folio
2. Ένα φύλλο οποιουδήποτε γραπτού ή τυπωμένου υλικού (ειδικά σε χειρόγραφο ή βιβλιο)
- συνώνυμο:
- φύλλο
3. A book (or manuscript) consisting of large sheets of paper folded in the middle to make two leaves or four pages
- "The first folio of shakespeare's plays"
- synonym:
- folio
3. Ένα βιβλίο ( ή χειρόγραφο ) που αποτελείται από μεγάλα φύλλα χαρτιού διπλωμένα στη μέση για να κάνει δύο φύλλα ή τέσσερις σελίδες
- "Το πρώτο φύλλωμα των έργων του σαίξπηρ"
- συνώνυμο:
- φύλλο