Translation meaning & definition of the word "fold" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διπλό" στην ελληνική γλώσσα
Fold
[Διπλώνω]noun
1. An angular or rounded shape made by folding
- "A fold in the napkin"
- "A crease in his trousers"
- "A plication on her blouse"
- "A flexure of the colon"
- "A bend of his elbow"
- synonym:
- fold ,
- crease ,
- plication ,
- flexure ,
- crimp ,
- bend
1. Γωνιακό ή στρογγυλεμένο σχήμα που γίνεται με αναδίπλωση
- "Μια πτυχή στη χαρτοπετσέτα"
- "Μια πτυχή στο παντελόνι του"
- "Μια επένδυση στην μπλούζα της"
- "Μια κάμψη του παχέος εντέρου"
- "Μια στροφή του αγκώνα του"
- συνώνυμο:
- πτυχώ ,
- πτυχή ,
- επένδυση ,
- κάμψη ,
- πτύχωση
2. A group of people who adhere to a common faith and habitually attend a given church
- synonym:
- congregation ,
- fold ,
- faithful
2. Μια ομάδα ανθρώπων που προσκολλώνται σε μια κοινή πίστη και συνήθως παρακολουθούν μια δεδομένη εκκλησία
- συνώνυμο:
- εκκλησία ,
- πτυχώ ,
- πιστός
3. A geological process that causes a bend in a stratum of rock
- synonym:
- fold ,
- folding
3. Μια γεωλογική διαδικασία που προκαλεί μια στροφή σε ένα στρώμα βράχου
- συνώνυμο:
- πτυχώ ,
- αναδίπλωση
4. A group of sheep or goats
- synonym:
- flock ,
- fold
4. Μια ομάδα προβάτων ή κατσικιών
- συνώνυμο:
- κοπάδι ,
- πτυχώ
5. A folded part (as in skin or muscle)
- synonym:
- fold ,
- plica
5. Ένα διπλωμένο μέρος (α στο δέρμα ή το μυ)
- συνώνυμο:
- πτυχώ ,
- πλίκα
6. A pen for sheep
- synonym:
- fold ,
- sheepfold ,
- sheep pen ,
- sheepcote
6. Ένα στυλό για τα πρόβατα
- συνώνυμο:
- πτυχώ ,
- προβατοειδήσ ,
- στυλό προβάτου ,
- πρόβειο
7. The act of folding
- "He gave the napkins a double fold"
- synonym:
- fold ,
- folding
7. Η πράξη της αναδίπλωσης
- "Έδωσε στις χαρτοπετσέτες μια διπλή πτυχή"
- συνώνυμο:
- πτυχώ ,
- αναδίπλωση
verb
1. Bend or lay so that one part covers the other
- "Fold up the newspaper"
- "Turn up your collar"
- synonym:
- fold ,
- fold up ,
- turn up
1. Λυγίστε ή βάλτε έτσι ώστε το ένα μέρος να καλύπτει το άλλο
- "Ανοίξτε την εφημερίδα"
- "Κάψτε το κολάρο σας"
- συνώνυμο:
- πτυχώ ,
- διπλώνω ,
- εμφανίζομαι
2. Incorporate a food ingredient into a mixture by repeatedly turning it over without stirring or beating
- "Fold the egg whites into the batter"
- synonym:
- fold
2. Ενσωματώστε ένα συστατικό τροφίμων σε ένα μείγμα μετατρέποντάς το επανειλημμένα χωρίς να ανακατεύετε ή να χτυπάτε
- "Διπλώστε τα ασπράδια αυγών στο κτύπημα"
- συνώνυμο:
- πτυχώ
3. Cease to operate or cause to cease operating
- "The owners decided to move and to close the factory"
- "My business closes every night at 8 p.m."
- "Close up the shop"
- synonym:
- close up ,
- close ,
- fold ,
- shut down ,
- close down
3. Πάψτε να λειτουργείτε ή προκαλέστε την παύση λειτουργίας
- "Οι ιδιοκτήτες αποφάσισαν να μετακινηθούν και να κλείσουν το εργοστάσιο"
- "Η επιχείρησή μου κλείνει κάθε βράδυ στις 8 μ.μ."
- "Κλείστε το μαγαζί"
- συνώνυμο:
- κλείνω ,
- κοντά ,
- πτυχώ
4. Confine in a fold, like sheep
- synonym:
- pen up ,
- fold
4. Περιορίστε σε μια πτυχή, όπως τα πρόβατα
- συνώνυμο:
- πενώ ,
- πτυχώ
5. Become folded or folded up
- "The bed folds in a jiffy"
- synonym:
- fold ,
- fold up
5. Διπλώνεται ή διπλώνεται
- "Το κρεβάτι διπλώνει σε ένα τζιφ"
- συνώνυμο:
- πτυχώ ,
- διπλώνω