Translation meaning & definition of the word "fogy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωτογραφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fogy
[Σκυθρωπία]/foʊgi/
noun
1. Someone whose style is out of fashion
- synonym:
- dodo ,
- fogy ,
- fogey ,
- fossil
1. Κάποιος του οποίου το στυλ είναι εκτός μόδας
- συνώνυμο:
- ντόντο ,
- φόγκι ,
- φιγαλιάρησ ,
- απολιθωμένο