Translation meaning & definition of the word "foe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλίμονο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Foe
[Εχθρός]/foʊ/
noun
1. An armed adversary (especially a member of an opposing military force)
- "A soldier must be prepared to kill his enemies"
- synonym:
- enemy ,
- foe ,
- foeman ,
- opposition
1. Ένας ένοπλος αντίπαλος (ειδικά μέλος μιας αντίθετης στρατιωτικής δύναμης)
- "Ένας στρατιώτης πρέπει να είναι έτοιμος να σκοτώσει τους εχθρούς του"
- συνώνυμο:
- εχθρός ,
- αφρώδησ ,
- αντιπολίτευση
2. A personal enemy
- "They had been political foes for years"
- synonym:
- foe ,
- enemy
2. Ένας προσωπικός εχθρός
- "Ήταν πολιτικοί εχθροί εδώ και χρόνια"
- συνώνυμο:
- εχθρός