Translation meaning & definition of the word "flypaper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρτί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flypaper
[Φλυαρία]/flaɪpepər/
noun
1. Paper that is poisoned or coated with a sticky substance to kill flies
- synonym:
- flypaper
1. Χαρτί που είναι δηλητηριασμένο ή επικαλυμμένο με κολλώδη ουσία για να σκοτώσει τις μύγες
- συνώνυμο:
- πεταλούδα