Translation meaning & definition of the word "fly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πτήση" στην ελληνική γλώσσα
Fly
[Πετάξτε]noun
1. Two-winged insects characterized by active flight
- synonym:
- fly
1. Έντομα δύο πτερύγων που χαρακτηρίζονται από ενεργή πτήση
- συνώνυμο:
- πετώ
2. Flap consisting of a piece of canvas that can be drawn back to provide entrance to a tent
- synonym:
- tent-fly ,
- rainfly ,
- fly sheet ,
- fly ,
- tent flap
2. Χτύπημα που αποτελείται από ένα κομμάτι καμβά που μπορεί να τραβηχτεί πίσω για να παρέχει την είσοδο σε μια σκηνή
- συνώνυμο:
- πέταλο ,
- πτήση ,
- φύλλο πτήσης ,
- πετώ ,
- πτερύγιο σκηνής
3. An opening in a garment that is closed by a zipper or by buttons concealed under a fold of cloth
- synonym:
- fly ,
- fly front
3. Ένα άνοιγμα σε ένα ένδυμα που κλείνει με φερμουάρ ή με κουμπιά κρυμμένα κάτω από μια πτυχή του πανιού
- συνώνυμο:
- πετώ ,
- πετώ μπροστά
4. (baseball) a hit that flies up in the air
- synonym:
- fly ,
- fly ball
4. (βασεμπολ) ένα χτύπημα που πετάει στον αέρα
- συνώνυμο:
- πετώ ,
- μπάλα
5. Fisherman's lure consisting of a fishhook decorated to look like an insect
- synonym:
- fly
5. Το δέλεαρ του ψαρά που αποτελείται από ένα ψαράδικα διακοσμημένο για να μοιάζει με έντομο
- συνώνυμο:
- πετώ
verb
1. Travel through the air
- Be airborne
- "Man cannot fly"
- synonym:
- fly ,
- wing
1. Ταξιδέψτε στον αέρα
- Είμαι αερομεταφερόμενος
- "Ο άνθρωπος δεν μπορεί να πετάξει"
- συνώνυμο:
- πετώ ,
- πτέρυγα
2. Move quickly or suddenly
- "He flew about the place"
- synonym:
- fly
2. Κινηθείτε γρήγορα ή ξαφνικά
- "Πέταξε για το μέρος"
- συνώνυμο:
- πετώ
3. Operate an airplane
- "The pilot flew to cuba"
- synonym:
- fly ,
- aviate ,
- pilot
3. Λειτουργώ με αεροπλάνο
- "Ο πιλότος πέταξε στην κούβα"
- συνώνυμο:
- πετώ ,
- αεροπορώ ,
- πιλότος
4. Transport by aeroplane
- "We fly flowers from the caribbean to north america"
- synonym:
- fly
4. Μεταφορά με αεροπλάνο
- "Πετάμε λουλούδια από την καραϊβική στη βόρεια αμερική"
- συνώνυμο:
- πετώ
5. Cause to fly or float
- "Fly a kite"
- synonym:
- fly
5. Αιτία να πετάξει ή να επιπλεύσει
- "Πετάξτε ένα χαρταετό"
- συνώνυμο:
- πετώ
6. Be dispersed or disseminated
- "Rumors and accusations are flying"
- synonym:
- fly
6. Να διασκορπιστεί ή να διαδοθεί
- "Φήμες και κατηγορίες πετούν"
- συνώνυμο:
- πετώ
7. Change quickly from one emotional state to another
- "Fly into a rage"
- synonym:
- fly
7. Αλλάξτε γρήγορα από τη μια συναισθηματική κατάσταση στην άλλη
- "Πετάξτε σε οργή"
- συνώνυμο:
- πετώ
8. Pass away rapidly
- "Time flies like an arrow"
- "Time fleeing beneath him"
- synonym:
- fly ,
- fell ,
- vanish
8. Περάστε γρήγορα
- "Ο χρόνος πετάει σαν βέλος"
- "Ώρα φεύγει από κάτω του"
- συνώνυμο:
- πετώ ,
- έπεσε ,
- εξαφανίζω
9. Travel in an airplane
- "She is flying to cincinnati tonight"
- "Are we driving or flying?"
- synonym:
- fly
9. Ταξιδέψτε με αεροπλάνο
- "Πετάει για σινσινάτι απόψε"
- "Πετάμε ή οδηγούμε?"
- συνώνυμο:
- πετώ
10. Display in the air or cause to float
- "Fly a kite"
- "All nations fly their flags in front of the u.n."
- synonym:
- fly
10. Εμφάνιση στον αέρα ή αιτία επιπλεόντων σωμάτων
- "Πετάξτε ένα χαρταετό"
- "Όλα τα έθνη πετούν τις σημαίες τους μπροστά από τα ηνωμένα έθνη."
- συνώνυμο:
- πετώ
11. Run away quickly
- "He threw down his gun and fled"
- synonym:
- flee ,
- fly ,
- take flight
11. Τρέξτε μακριά γρήγορα
- "Έριξε το όπλο του και έφυγε"
- συνώνυμο:
- φεύγω ,
- πετώ ,
- πηγαίνω
12. Travel over (an area of land or sea) in an aircraft
- "Lindbergh was the first to fly the atlantic"
- synonym:
- fly
12. Ταξιδέψτε πάνω από την περιοχή του ( ή της θάλασσας) σε ένα αεροσκάφος
- "Ο λίντμπεργκ ήταν ο πρώτος που πέταξε τον ατλαντικό"
- συνώνυμο:
- πετώ
13. Hit a fly
- synonym:
- fly
13. Χτυπώ μια μύγα
- συνώνυμο:
- πετώ
14. Decrease rapidly and disappear
- "The money vanished in las vegas"
- "All my stock assets have vaporized"
- synonym:
- vanish ,
- fly ,
- vaporize
14. Μειώνεται γρήγορα και εξαφανίζεται
- "Τα χρήματα εξαφανίστηκαν στο λας βέγκας"
- "Όλα τα περιουσιακά στοιχεία των μετοχών μου έχουν εξατμιστεί"
- συνώνυμο:
- εξαφανίζω ,
- πετώ ,
- εξατμίζω
adjective
1. (british informal) not to be deceived or hoodwinked
- synonym:
- fly
1. (βρετανικό άτυπο) δεν πρέπει να εξαπατηθεί ή να κουκουλωθεί
- συνώνυμο:
- πετώ