Translation meaning & definition of the word "flux" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλευρά" στην ελληνική γλώσσα
Flux
[Πλευρά]noun
1. The rate of flow of energy or particles across a given surface
- synonym:
- flux
1. Ο ρυθμός ροής της ενέργειας ή των σωματιδίων σε μια δεδομένη επιφάνεια
- συνώνυμο:
- ροή
2. A flow or discharge
- synonym:
- flux ,
- fluxion
2. Μια ροή ή εκκένωση
- συνώνυμο:
- ροή
3. A substance added to molten metals to bond with impurities that can then be readily removed
- synonym:
- flux
3. Μια ουσία που προστίθεται στα λιωμένα μέταλλα για να συνδεθεί με τις ακαθαρσίες που μπορούν στη συνέχεια να αφαιρεθούν εύκολα
- συνώνυμο:
- ροή
4. Excessive discharge of liquid from a cavity or organ (as in watery diarrhea)
- synonym:
- flux
4. Υπερβολική απόρριψη υγρού από κοιλότητα ή όργανο (α στην υδαρή) διάρροια
- συνώνυμο:
- ροή
5. A state of uncertainty about what should be done (usually following some important event) preceding the establishment of a new direction of action
- "The flux following the death of the emperor"
- synonym:
- flux ,
- state of flux
5. Μια κατάσταση αβεβαιότητας σχετικά με το τι πρέπει να γίνει (συνήθως μετά από κάποιο σημαντικό γεγονός) πριν από την καθιέρωση δράσης
- "Η ροή μετά το θάνατο του αυτοκράτορα"
- συνώνυμο:
- ροή ,
- κατάσταση ροής
6. The lines of force surrounding a permanent magnet or a moving charged particle
- synonym:
- magnetic field ,
- magnetic flux ,
- flux
6. Οι γραμμές δύναμης που περιβάλλουν ένα μόνιμο μαγνήτη ή ένα κινούμενο φορτισμένο σωματίδιο
- συνώνυμο:
- μαγνητικό πεδίο ,
- μαγνητική ροή ,
- ροή
7. (physics) the number of changes in energy flow across a given surface per unit area
- synonym:
- flux density ,
- flux
7. (φυσική) ο αριθμός των αλλαγών στη ροή της ενέργειας σε μια δεδομένη επιφάνεια ανά μονάδα περιοχής
- συνώνυμο:
- πυκνότητα ροής ,
- ροή
8. In constant change
- "His opinions are in flux"
- "The newness and flux of the computer industry"
- synonym:
- flux
8. Σε συνεχή αλλαγή
- "Οι απόψεις του είναι σε ροή"
- "Η νεότητα και η ροή της βιομηχανίας υπολογιστών"
- συνώνυμο:
- ροή
verb
1. Move or progress freely as if in a stream
- "The crowd flowed out of the stadium"
- synonym:
- flow ,
- flux
1. Μετακινήστε ή προχωρήστε ελεύθερα σαν σε ένα ρεύμα
- "Το πλήθος έτρεξε έξω από το γήπεδο"
- συνώνυμο:
- ροή
2. Become liquid or fluid when heated
- "The frozen fat liquefied"
- synonym:
- liquefy ,
- flux ,
- liquify
2. Γίνετε υγρό ή υγρό όταν θερμαίνεται
- "Το παγωμένο λίπος υγροποιείται"
- συνώνυμο:
- υγροποιημένοσ ,
- ροή ,
- υγροποιώ
3. Mix together different elements
- "The colors blend well"
- synonym:
- blend ,
- flux ,
- mix ,
- conflate ,
- commingle ,
- immix ,
- fuse ,
- coalesce ,
- meld ,
- combine ,
- merge
3. Ανακατέψτε μαζί διαφορετικά στοιχεία
- "Τα χρώματα δένουν καλά"
- συνώνυμο:
- μείγμα ,
- ροή ,
- ανακατεύω ,
- συγχέω ,
- εμπρόθεμη ,
- ασφάλεια ,
- συναναστρέφομαι ,
- λιωμένος ,
- συνδυάζω ,
- συγχώνευση