Translation meaning & definition of the word "fluttering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φτερουγίζει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fluttering
[Φτερουγίζω]/flətərɪŋ/
noun
1. The motion made by flapping up and down
- synonym:
- flap ,
- flapping ,
- flutter ,
- fluttering
1. Η κίνηση που γίνεται με το πτερύγιο πάνω-κάτω
- συνώνυμο:
- πτερύγιο ,
- πτερυγίου ,
- φτερουγίζω