Translation meaning & definition of the word "flutter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φτερουγίζει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flutter
[Φτερουγίζω]/flətər/
noun
1. The act of moving back and forth
- synonym:
- waver ,
- flutter ,
- flicker
1. Η πράξη της μετακίνησης πέρα δώθε
- συνώνυμο:
- αμφιταλαντευόμενοσ ,
- φτερουγίζω ,
- τρεμοπαίζω
2. Abnormally rapid beating of the auricles of the heart (especially in a regular rhythm)
- Can result in heart block
- synonym:
- flutter
2. Ασυνήθιστα γρήγορος χτύπος των αυτιών της καρδιάς (ειδικά σε κανονικό ρυθμό)
- Μπορεί να οδηγήσει σε μπλοκ καρδιάς
- συνώνυμο:
- φτερουγίζω
3. A disorderly outburst or tumult
- "They were amazed by the furious disturbance they had caused"
- synonym:
- disturbance ,
- disruption ,
- commotion ,
- flutter ,
- hurly burly ,
- to-do ,
- hoo-ha ,
- hoo-hah ,
- kerfuffle
3. Μια άτακτη έκρηξη ή αναταραχή
- "Εντυπωσιάστηκαν από την εξαγριωμένη διαταραχή που είχαν προκαλέσει"
- συνώνυμο:
- διαταραχή ,
- διακοπή ,
- αναταραχή ,
- φτερουγίζω ,
- βιαστικά ανατριχιαστικός ,
- πρέπει να κάνω ,
- χου-χα ,
- χου-χαχ ,
- κερφάφι
4. The motion made by flapping up and down
- synonym:
- flap ,
- flapping ,
- flutter ,
- fluttering
4. Η κίνηση που γίνεται με το πτερύγιο πάνω-κάτω
- συνώνυμο:
- πτερύγιο ,
- πτερυγίου ,
- φτερουγίζω
verb
1. Move along rapidly and lightly
- Skim or dart
- "The hummingbird flitted among the branches"
- synonym:
- flit ,
- flutter ,
- fleet ,
- dart
1. Κινηθείτε γρήγορα και ελαφρά
- Αποβουτυρωμένο ή βέλος
- "Το κολιμπρί πετούσε ανάμεσα στα κλαδιά"
- συνώνυμο:
- πτερύγιο ,
- φτερουγίζω ,
- στόλος ,
- νταρτ
2. Move back and forth very rapidly
- "The candle flickered"
- synonym:
- flicker ,
- waver ,
- flitter ,
- flutter ,
- quiver
2. Προχωρήστε πέρα δώθε πολύ γρήγορα
- "Το κερί τρεμόπαιζε"
- συνώνυμο:
- τρεμοπαίζω ,
- αμφιταλαντευόμενοσ ,
- αναβοσβήνω ,
- φτερουγίζω
3. Flap the wings rapidly or fly with flapping movements
- "The seagulls fluttered overhead"
- synonym:
- flutter
3. Χτυπήστε τα φτερά γρήγορα ή πετάξτε με κινήσεις που χτυπούν
- "Οι γλάροι φτερουγίζουν από πάνω"
- συνώνυμο:
- φτερουγίζω
4. Beat rapidly
- "His heart palpitated"
- synonym:
- palpitate ,
- flutter
4. Χτυπά γρήγορα
- "Η καρδιά του ταρακούνησε"
- συνώνυμο:
- παλλόμενοσ ,
- φτερουγίζω
5. Wink briefly
- "Bat one's eyelids"
- synonym:
- bat ,
- flutter
5. Βρω για λίγο
- "Μπατ τα βλέφαρα"
- συνώνυμο:
- νυχτερίδα ,
- φτερουγίζω