Translation meaning & definition of the word "flute" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φλάουτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flute
[Φλάουτο]/flut/
noun
1. A high-pitched woodwind instrument
- A slender tube closed at one end with finger holes on one end and an opening near the closed end across which the breath is blown
- synonym:
- flute ,
- transverse flute
1. Ένα υψηλό όργανο ξυλοπόδαρου
- Ένας λεπτός σωλήνας έκλεισε στο ένα άκρο με τρύπες δάχτυλων στο ένα άκρο και ένα άνοιγμα κοντά στο κλειστό άκρο στο οποίο η αναπνοή φυσάει
- συνώνυμο:
- φλάουτο ,
- εγκάρσιος φλάουτο
2. A tall narrow wineglass
- synonym:
- flute ,
- flute glass ,
- champagne flute
2. Ένα ψηλό στενό κρασοπότηρο
- συνώνυμο:
- φλάουτο ,
- φλάουτο γυαλί ,
- φλάουτο σαμπάνιας
3. A groove or furrow in cloth etc (particularly a shallow concave groove on the shaft of a column)
- synonym:
- flute ,
- fluting
3. Ένα αυλάκι ή αυλάκι σε ύφασμα κλπ (ιδιαίτερα ένα ρηχό κοίλο αυλάκι στον άξονα ενός στήλη)
- συνώνυμο:
- φλάουτο ,
- φλερτάρει
verb
1. Form flutes in
- synonym:
- flute
1. Φτιάχνω φλάουτα σε
- συνώνυμο:
- φλάουτο
Examples of using
He can play the flute.
Μπορεί να παίξει το φλάουτο.
She plays the flute.
Παίζει το φλάουτο.
He can play a flute.
Μπορεί να παίξει φλάουτο.