Translation meaning & definition of the word "flush" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξεφλουδίζει" στην ελληνική γλώσσα
Flush
[Ξεπλένω]noun
1. The period of greatest prosperity or productivity
- synonym:
- flower ,
- prime ,
- peak ,
- heyday ,
- bloom ,
- blossom ,
- efflorescence ,
- flush
1. Η περίοδος της μεγαλύτερης ευημερίας ή παραγωγικότητας
- συνώνυμο:
- λουλούδι ,
- πρώτοσ ,
- κορυφή ,
- εβδομάδα ,
- ανθίζω ,
- άνθος ,
- εξάνθημα ,
- επίπλευση
2. A rosy color (especially in the cheeks) taken as a sign of good health
- synonym:
- bloom ,
- blush ,
- flush ,
- rosiness
2. Ένα ρόδινο χρώμα (ειδικά στα μάγουλα) λαμβάνεται ως ένδειξη καλής υγείας
- συνώνυμο:
- ανθίζω ,
- ρουζ ,
- επίπλευση ,
- αποτυχία
3. Sudden brief sensation of heat (associated with menopause and some mental disorders)
- synonym:
- hot flash ,
- flush
3. Ξαφνική σύντομη αίσθηση θερμότητας (που συνδέεται με την εμμηνόπαυση και μερικές ψυχικές διαταραχές)
- συνώνυμο:
- καυτό φλας ,
- επίπλευση
4. A poker hand with all 5 cards in the same suit
- synonym:
- flush
4. Ένα χέρι πόκερ με όλες τις 5 κάρτες στο ίδιο κοστούμι
- συνώνυμο:
- επίπλευση
5. The swift release of a store of affective force
- "They got a great bang out of it"
- "What a boot!"
- "He got a quick rush from injecting heroin"
- "He does it for kicks"
- synonym:
- bang ,
- boot ,
- charge ,
- rush ,
- flush ,
- thrill ,
- kick
5. Η γρήγορη απελευθέρωση ενός καταστήματος συναισθηματικής δύναμης
- "Πήραν ένα μεγάλο κτύπημα έξω από αυτό"
- "Τι μπότα!"
- "Πήρε μια γρήγορη βιασύνη από την έγχυση ηρωίνης"
- "Το κάνει για κλωτσιές"
- συνώνυμο:
- μπανγκ ,
- μποτάκι ,
- χρέωση ,
- βιασύνη ,
- επίπλευση ,
- συγκίνηση ,
- παραδίνω
6. A sudden rapid flow (as of water)
- "He heard the flush of a toilet"
- "There was a little gush of blood"
- "She attacked him with an outpouring of words"
- synonym:
- flush ,
- gush ,
- outpouring
6. Μια ξαφνική ταχεία ροή (ας του νερού)
- "Άκουσε το ξέπλυμα μιας τουαλέτας"
- "Υπήρχε λίγο αίμα"
- "Του επιτέθηκε με ένα ξέσπασμα λέξεων"
- συνώνυμο:
- επίπλευση ,
- περιπλανώμαι ,
- ξεχειλίζω
7. Sudden reddening of the face (as from embarrassment or guilt or shame or modesty)
- synonym:
- blush ,
- flush
7. Ξαφνική ερυθρότητα του προσώπου (α από αμηχανία ή ενοχή ή ντροπή ή σεμνότητα)
- συνώνυμο:
- ρουζ ,
- επίπλευση
verb
1. Turn red, as if in embarrassment or shame
- "The girl blushed when a young man whistled as she walked by"
- synonym:
- blush ,
- crimson ,
- flush ,
- redden
1. Γίνετε κόκκινοι, σαν να είναι σε αμηχανία ή ντροπή
- "Το κορίτσι κοκκίνισε όταν ένας νεαρός άνδρας σφύριζε καθώς περπατούσε"
- συνώνυμο:
- ρουζ ,
- πράσινσον ,
- επίπλευση ,
- κοκκινίζω
2. Flow freely
- "The garbage flushed down the river"
- synonym:
- flush
2. Ροή ελεύθερα
- "Τα σκουπίδια ξεπλένονται κάτω από το ποτάμι"
- συνώνυμο:
- επίπλευση
3. Glow or cause to glow with warm color or light
- "The sky flushed with rosy splendor"
- synonym:
- flush
3. Λάμψη ή αιτία για να λάμψει με ζεστό χρώμα ή φως
- "Ο ουρανός ξέπλυνε με ρόδινη λαμπρότητα"
- συνώνυμο:
- επίπλευση
4. Make level or straight
- "Level the ground"
- synonym:
- flush ,
- level ,
- even out ,
- even
4. Κάντε επίπεδο ή ευθεία
- "Επίπεδο το έδαφος"
- συνώνυμο:
- επίπλευση ,
- επίπεδο ,
- ακόμα και έξω ,
- ακόμα
5. Rinse, clean, or empty with a liquid
- "Flush the wound with antibiotics"
- "Purge the old gas tank"
- synonym:
- flush ,
- scour ,
- purge
5. Ξεπλύνετε, καθαρίστε ή αδειάστε με ένα υγρό
- "Ξεπλύνετε την πληγή με αντιβιοτικά"
- "Καθαρίστε την παλιά δεξαμενή αερίου"
- συνώνυμο:
- επίπλευση ,
- παραγέμισμα ,
- εκκαθάριση
6. Irrigate with water from a sluice
- "Sluice the earth"
- synonym:
- sluice ,
- flush
6. Ποτίστε με νερό από ένα ρυθμιστικό
- "Χλόησε τη γη"
- συνώνυμο:
- παραπονεμένοσ ,
- επίπλευση
7. Cause to flow or flood with or as if with water
- "Flush the meadows"
- synonym:
- flush
7. Αιτία ροής ή πλημμύρας με ή σαν με νερό
- "Ξεπλύνετε τα λιβάδια"
- συνώνυμο:
- επίπλευση
adjective
1. Of a surface exactly even with an adjoining one, forming the same plane
- "A door flush with the wall"
- "The bottom of the window is flush with the floor"
- synonym:
- flush(p)
1. Από μια επιφάνεια ακριβώς ακόμη και με ένα παρακείμενο, σχηματίζοντας το ίδιο επίπεδο
- "Μια πόρτα ξεπλένεται με τον τοίχο"
- "Το κάτω μέρος του παραθύρου είναι ξεπλυμένο με το πάτωμα"
- συνώνυμο:
- φλου()<TAG1><TAG1>
2. Having an abundant supply of money or possessions of value
- "An affluent banker"
- "A speculator flush with cash"
- "Not merely rich but loaded"
- "Moneyed aristocrats"
- "Wealthy corporations"
- synonym:
- affluent ,
- flush ,
- loaded ,
- moneyed ,
- wealthy
2. Έχοντας άφθονη προσφορά χρημάτων ή αποκτημάτων αξίας
- "Ένας εύπορος τραπεζίτης"
- "Ένας κερδοσκόπος ξεπλένεται με μετρητά"
- "Όχι απλώς πλούσια αλλά φορτωμένη"
- "Χρήματα αριστοκράτες"
- "Πλούσιες εταιρείες"
- συνώνυμο:
- εύπορος ,
- επίπλευση ,
- φορτωμένοσ ,
- χρηματοδοτείται ,
- πλούσιος
adverb
1. Squarely or solidly
- "Hit him flush in the face"
- synonym:
- flush
1. Τετράγωνα ή στερεά
- "Τον χτύπησε να ξεπλύνει στο πρόσωπο"
- συνώνυμο:
- επίπλευση
2. In the same plane
- "Set it flush with the top of the table"
- synonym:
- flush
2. Στο ίδιο αεροπλάνο
- "Τοποθετήστε το ξεπλύνετε με την κορυφή του τραπεζιού"
- συνώνυμο:
- επίπλευση