Translation meaning & definition of the word "flurry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανησυχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flurry
[Ξεφλουδίζω]/fləri/
noun
1. A rapid active commotion
- synonym:
- bustle ,
- hustle ,
- flurry ,
- ado ,
- fuss ,
- stir
1. Μια ταχεία ενεργή αναταραχή
- συνώνυμο:
- φασαρία ,
- παραπονιέμαι ,
- αναβλύζω ,
- αντο ,
- φάουσ ,
- ανακατεύω
2. A light brief snowfall and gust of wind (or something resembling that)
- "He had to close the window against the flurries"
- "There was a flurry of chicken feathers"
- synonym:
- flurry ,
- snow flurry
2. Μια ελαφριά σύντομη χιονόπτωση και ριπή ανέμου (ή κάτι που μοιάζει με εκείνη)
- "Έπρεπε να κλείσει το παράθυρο στα πτερύγια"
- "Υπήρχε ένας πολτός από φτερά κοτόπουλου"
- συνώνυμο:
- αναβλύζω ,
- αναταραχή χιονιού
verb
1. Move in an agitated or confused manner
- synonym:
- flurry
1. Κινηθείτε με ταραγμένο ή μπερδεμένο τρόπο
- συνώνυμο:
- αναβλύζω
2. Cause to feel embarrassment
- "The constant attention of the young man confused her"
- synonym:
- confuse ,
- flurry ,
- disconcert ,
- put off
2. Επιφέρει να νιώθεις αμηχανία
- "Η συνεχής προσοχή του νεαρού άνδρα την μπέρδεψε"
- συνώνυμο:
- μπερδεύω ,
- αναβλύζω ,
- ανησυχείτε ,
- απογειώνομαι